- συνιζάνω
- ΝΜAκαθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)μσν.-αρχ.βυθίζομαι, βουλιάζωμσν.συνίζω*, μετέχω σε σύσκεψηαρχ.προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.